ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Κλειστή λίγκα: μια αντιδραστική ουτοπία στο ποδόσφαιρο

Published

on

Υπάρχει μια φράση του Νόαμ Τσόμσκι για την Αμερική, την οποία πριν καμιά 20αριά χρόνια χρησιμοποίησαν σε ένα τραγούδι τους και οι Manic Street Preachers: «Η χώρα μας δημιουργήθηκε πάνω στην αρχή ότι βασικός ρόλος της κυβέρνησης είναι να προστατεύει την ιδιοκτησία από την πλειοψηφία. Και αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει».

Η Αμερική είναι βέβαια μια χώρα πολύ πιο σύνθετη και πολύπλοκη από την απλοϊκή ιδέα που συνηθίζουμε να έχουμε για αυτήν εδώ στην Ευρώπη. Η ασφυκτική προστασία της επιχειρηματικότητας όμως, δεν είναι ένα από τα ψευδή στερεότυπα που έχουμε για αυτήν. Είναι μια πραγματικότητα, η οποία στις ΗΠΑ έχει αποκτήσει με τον καιρό ηθικές διαστάσεις. Κανείς δεν μπορεί να σου πάρει όσα τίμια έκλεψες, κάθε τάση που κινείται προς τον εξισωτισμό ή την κρατική παρέμβαση εξισορρόπησης θεωρείται σατανική –θυμηθείτε τι έγινε με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση του Ομπάμα, που δεν ήταν δα και κανένα κομμουνιστικό πρόγραμμα.

Η τάση αυτή εμφανίζεται και στα σπορ. Τόσο στην οικονομική τους οργάνωση όσο και στον ίδιο τον χαρακτήρα του. Πάρτε για παράδειγμα το μπέιζμπολ, που στην Ευρώπη κανείς ποτέ δεν κατάλαβε ή το αμερικάνικο ποδόσφαιρο: όλη τους η λογική κινείται γύρω από την κατάκτηση χώρου, την επέκταση της «ιδιοκτησίας» –κάτι ανάμεσα σε ιμπεριαλισμό υπό μορφή αθλοπαιδιάς και κατάκτηση της Άγριας Δύσης.

Σε αυτή τη λογική εντάσσεται και η πρακτική της κλειστής λίγκας. Η «επένδυση» των μεγαλοεπιχειρηματιών δε μπορεί –σύμφωνα με αυτή τη λογική- να απειλείται από το εύστοχο ή το άστοχο σουτ του κάθε Αφροαμερικανού. Τουλάχιστον όχι ολοκληρωτικά. Το μόνο κριτήριο είναι να πουλιέται το προϊόν που πουλάει. Ας πάρουμε παράδειγμα την ομάδα που για εντελώς άσχετους λόγους μου αρέσει να υποστηρίζω στο ΝΒΑ, τους Μινεσότα Τίμπεργουλβς: ούτε εγώ θυμάμαι πόσες φορές έχει καταταγεί τελευταία των τελευταίων στο πρωτάθλημα. Ωστόσο, κανένας δεν σκέφτηκε ποτέ να την «υποβιβάσει», εφόσον ο οικονομικός ισολογισμός της είναι μια χαρά.

Στην Ευρώπη η αθλητική κουλτούρα είναι ως τώρα διαφορετική. Τα σπορ αποτελούν διαγωνισμούς, άρα οι επιδόσεις σε αυτά έχουν συνέπειες –θετικές ή αρνητικές. Μια ομάδα που ξεπερνά το εαυτό της και κατακτά το πρωτάθλημα Β’ εθνικής, ανταμείβεται με το να παίξει στην Α’ Εθνική. Μια άλλη που κάνει πολύ κακή πορεία υποβιβάζεται. Αυτές είναι οι ιδέες που στο μυαλό των Ευρωπαίων φιλάθλων δεν αμφισβητούνται εύκολα.

Οι κλειστές λίγκες δοκιμάστηκαν πρώτη φορά στο μπάσκετ. Εμπορικά οι ομάδες εξασφάλισαν κάτι –υποθέτω δηλαδή, αλλιώς θα τις είχαν καταργήσει. Το ενδιαφέρον όμως της φίλαθλης κοινής γνώμης για το άθλημα έχει υποχωρήσει κατακόρυφα: το μπάσκετ πλέον δεν είναι ένα λαϊκό άθλημα, έχει ένα κλειστό κοινό.

Το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να πάψει να είναι λαϊκό άθλημα χωρίς να πάψει να είναι ποδόσφαιρο. Τα χαρακτηριστικά του το εμποδίζουν. Αφενός έχει ένα κοινό τόσο αχανές που δεν μπορεί να το περιορίσει στο πλαίσιο ενός κλειστού τουρνουά, αφετέρου ως άθλημα έχει βασικό στοιχείο το στοιχείο της έκπληξης. Το πρόβλημα για τις εταιρείες ξεκινά όταν αυτά τα στοιχεία μπορεί να τους κοστίσουν πάρα πολλά εκατομμύρια.

Πέρσι το καλοκαίρι ο ΠΑΟΚ νίκησε σε ένα ματς την Μπενφίκα και την απέκλεισε από το Τσάμπιονς Λιγκ. Αθλητικά αυτό ήταν μια χαρά. Εμπορικά, η εταιρεία Μπενφίκα δεν θέλει να ρισκάρει επενδύσεις 100 εκατομμυρίων επειδή σε μια φάση ο Ζίφκοβιτς έσπασε τη μέση του καλύτερα από το σέντερ μπακ της. Θέλει να τα ασφαλίσει. Εξίσου, οι 6 μεγάλες ομάδες της Αγγλίας δεν έχουν όρεξη να ρισκάρουν την επένδυσή τους επειδή η ΟΥΕΦΑ τους προσφέρει 4 θέσεις στο Τσάμπιονς Λιγκ ή επειδή η Λέστερ έφτιαξε μια χρονιά καλή ομάδα. Από εκεί αντλεί την καταγωγή της η ιδέα της κλειστής «Ευρωπαϊκής Σούπερ Λιγκ».

Στην πραγματικότητα, αυτή η ιδέα είναι καταστροφική και για τις ίδιες τις εταιρείες αυτές. Η τρομερή δημοφιλία του ποδοσφαίρου που επιτρέπει στα μεγάλα κλαμπ να θησαυρίζουν, οφείλεται στην ταύτιση που έχει ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου με το άθλημα λόγω της αμεσότητάς του και της δυνατότητάς του να (θεωρεί ότι μπορεί να) διεκδικήσει τα πάντα. Ο ΠΑΟΚ δεν θα ξεπεράσει ίσως ποτέ τη Ρεάλ Μαδρίτης, όμως η ιδέα ότι μπορεί να το κάνει εξασφαλίζει το ενδιαφέρον που κάνει τη Ρεάλ Μαδρίτης να πλουτίζει. Αν αυτή η αμεσότητα χαθεί, η Ρεάλ Μαδρίτης θα δυσκολευτεί να διατηρήσει τα υπερκέρδη της –εκτός αν θεωρεί ότι μπορεί να τα βρει σε διαφορετικές αγορές, όπως οι Ασιατικές.

Στην πραγματικότητα, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με τη ρήση του Λένιν ότι «οι καπιταλιστές θα μας πουλήσουν ακόμα και το σχοινί για τους κρεμάσουμε» -σημαίνει επίσης ότι μπορεί να επενδύσουν πολλά λεφτά στην εταιρεία που το παράγει. Η πανδημία με τα άδεια γήπεδα επιτάχυνε μάλλον τις εξελίξεις σε αυτό το πεδίο: οι μεγάλες ποδοσφαιρικές εταιρείες ζήτησαν άμεση διασφάλιση των χρημάτων τους και άμεση διαχείρισή τους. Όμως η κλειστή λίγκα, θα σημάνει τη δημιουργία ενός προϊόντος αποξενωμένου από το κοινό που το παρακολουθεί και το οποίο αποτελεί την πραγματική του ισχύ.

Ο Μισέλ Πλατινί –φιγούρα ελάχιστα συμπαθής κατά τα άλλα- όταν ανέλαβε την ηγεσία της ΟΥΕΦΑ, θύμισε ότι στην πορεία της κατάκτησης του τότε Κυπέλλου Πρωταθλητριών, η Γιουβέντους στην οποία αγωνιζόταν χρειάστηκε πρώτα να παίξει στη Μάλτα. Αυτό δεν είναι απλά ένας ρομαντισμός, είναι το στοιχείο της λαϊκότητας που είναι η δύναμη του ποδοσφαίρου. Αν αφαιρέσεις αυτό το στοιχείο από το ποδόσφαιρο, σου μένει ένα μπέιζμπολ και έξω από την αμερικανική ήπειρο το μπέιζμπολ δεν αγαπήθηκε πουθενά.

Δεν χρειάζεται να έχουμε βέβαια αυταπάτες: όταν οι ποδοσφαιρικές ομάδες έχουν μετατραπεί σε επιχειρηματικούς κολοσσούς, το χρήμα θα μιλάει πάντα. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη ούτε ποτέ αληθινά ίσες ευκαιρίες στον καπιταλισμό. Υπάρχει ωστόσο η προσδοκία ότι σε ένα τόσο λαϊκό και κοινωνικό φαινόμενο, όπως η μπάλα, οι ίδιες οι επιχειρήσεις, θα εκβιάσουν όσο μπορούν, θα πάρουν ό,τι μπορούν, και στο τέλος θα κάνουν πίσω. Για να μπορεί η Ρεάλ να κερδίζει εκατομμύρια, χρειάζεται να είναι ενταγμένη σε ένα σύστημα στο οποίο ο Απόλλων Καλαμαριάς να μπορεί να κερδίσει τον ΠΑΟΚ, ο ΠΑΟΚ την Μπενφίκα και η Μπενφίκα τη Ρεάλ.

Ένα ποδόσφαιρο σε κάστες δεν θα είναι λιγότερο βαρετό από μια κοινωνία σε κάστες. Ίσως μάλιστα και εξίσου ανυπόφορο.

ΥΓ: Δεν μάθαμε τίποτα καινούριο επειδή ο ΠΑΟΚ κέρδισε έναν αδιάφορο με ελλείψεις Ολυμπιακό και θα ήταν επικίνδυνο να παριστάνουμε κάτι άλλο. Ίσως ένα συμπέρασμα βγαίνει από τον αγώνα αυτό και μόνο: οι ομάδες είναι υγιείς όταν έχουν επαρκείς παίκτες που χαίρονται να παίζουν για αυτές. Ο φετινός ΠΑΟΚ ξόδεψε πολλούς τέτοιους. Ελπίζω να μην το κάνει και με τον Ραχμάν Μπάμπα.

 

*Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι δημοσιογράφος με καταγωγή από την Κρήτη που ζει και εργάζεται στην Αθήνα αλλά και οπαδός του ΠΑΟΚ.

Comments

Trending